μετακύλιση

μετακύλιση
η (Μ μετακύλισις) [μετακυλίνδω]
η εκ νέου κύλιση, το ξανακύλισμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μετακυλώ — και μετακυλίω (Α μετακυλίω, Μ μετακυλῶ, άω) [κυλώ/κυλίω] μετατοπίζω κάτι από μια θέση σε άλλη κυλώντας το, ξανακυλώ κάτι νεοελλ. (για νόσο ή ασθενή) υποτροπιάζω, πηγαίνω στο χειρότερο μσν. μέσ. μετακυλῶμαι, άομαι (για τον τροχό τού χρόνου)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”